- κοντυλένιος, -ια, -ιο
- λεπτός, λεπτοκαμωμένος: Έχει κοντυλένια μέση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοντυλένιος — και κονδυλένιος, α, ο 1. αυτός που μοιάζει σαν να είναι ζωγραφισμένος με κοντύλι 2. χαριτωμένος, λεπτός, λεπτοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + κατάλ. ένιος (πρβλ. ασημ ένιος, μολυβ ένιος)] … Dictionary of Greek
ασημένιος — ια, ιο 1. ο κατασκευασμένος από ασήμι 2. αυτός που έχει το χρώμα του ασημιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ασήμι + (κατάλ.) ένιος (πρβλ. κοντυλένιος, μαλαματένιος, σιδερένιος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
κονδυλάτος — κονδυλᾱτος και κοντυλᾱτος η, ον (Μ) 1. ζωγραφισμένος με κοντύλι, κοντυλένιος 2. χαριτωμένος, λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδύλι(ο)ν «κοντύλι» + κατάλ. ατος (< λατ. atus (πρβλ. μελ άτος, μεσ άτος)] … Dictionary of Greek
κονδυλένιος — α, ο βλ. κοντυλένιος … Dictionary of Greek
κοντυλογραμμένος — η, ο κοντυλένιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)